- ἀηδόνιον
- ἀηδόνιονneut nom/voc/acc sgἀηδόνιοςof a nightingalemasc/fem acc sgἀηδόνιοςof a nightingaleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αηδόνιον — ἀηδόνιον, το (Μ) το αηδόνι … Dictionary of Greek
ἀηδονίου — ἀηδόνιον neut gen sg ἀηδόνιος of a nightingale masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκλαυτος — ἐπίκλαυτος, ον (Α) θρηνητικός, κλαψιάρικος, ελεγειακός («κελαδεῑ δ’ ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
τεττιγόνιον — τὸ, Α είδος μικρού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον] … Dictionary of Greek